Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλᾱθής
ἀλᾱθοσύνᾱ
ἀλαίνω
ᾱ̓λακάτᾱ
ἀλαλᾱ́
ἀλαλαγαί
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
Ἀλαλάξιος
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλαλητός
ἄλαλκον
ἄλαλος
ἀλαλύκτημαι
ᾱ̔λάμενος
ἀλάμπετος
ἀλαμπής
ἀλάομαι
View word page
Ἀλαλάξιος
Ἀλαλάξιοςουmasc.adj epith. of ZeusGod of the War-cryCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἀλαλάξιος
Headword (normalized):
ἀλαλάξιος
Headword (normalized/stripped):
αλαλαξιος
IDX:
3342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3343
Key:
Ἀλαλάξιος

Data

{'headword_display': '<b>Ἀλαλάξιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>Ἀλαλάξιος</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>epith. of Zeus</Indic><Tr>God of the War-cry</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'Ἀλαλάξιος'}