Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύμορφος
πολύμοχθος
πολύμῡθος
πολύνᾱος
πολυναύτᾱς
πολυνεικής
πολυνεφέλᾱς
πολυνιφής
πολύνοια
πολύξενος
πολυοινέω
πολυοινίᾱ
πολύοινος
πολύολβος
πολυόρνῑθος
πολυοχλίᾱ
πολύοχλος
πολυοψίᾱ
πολυπαιδίᾱ
πολυπαίπαλος
πολυπάλακτος
View word page
πολυοινέω
πολυοινέωcontr.vbπολύοινος of a vine-growerbe rich in winehHom.

ShortDef

to be rich in wine

Debugging

Headword:
πολυοινέω
Headword (normalized):
πολυοινέω
Headword (normalized/stripped):
πολυοινεω
IDX:
33421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33422
Key:
πολυοινέω

Data

{'headword_display': '<b>πολυοινέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πολυοινέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πολύοινος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a vine-grower</Indic><Tr>be rich in wine</Tr><Au>hHom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πολυοινέω'}