Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
Πολύμνια
πολύμορφος
πολύμοχθος
πολύμῡθος
πολύνᾱος
πολυναύτᾱς
πολυνεικής
πολυνεφέλᾱς
πολυνιφής
πολύνοια
πολύξενος
πολυοινέω
πολυοινίᾱ
πολύοινος
πολύολβος
πολυόρνῑθος
πολυοχλίᾱ
πολύοχλος
πολυοψίᾱ
View word page
πολυ-νιφής
πολυ-νιφήςέςadjνιφάς of mountain thicketsdeep in snowE.

ShortDef

deep with snow

Debugging

Headword:
πολυνιφής
Headword (normalized):
πολυνιφής
Headword (normalized/stripped):
πολυνιφης
IDX:
33418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33419
Key:
πολυνιφής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-νιφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-νιφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νιφάς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of mountain thickets</Indic><Tr>deep in snow</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυνιφής'}