Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
πολυμνήστη
πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
Πολύμνια
πολύμορφος
πολύμοχθος
πολύμῡθος
πολύνᾱος
πολυναύτᾱς
πολυνεικής
πολυνεφέλᾱς
πολυνιφής
πολύνοια
πολύξενος
πολυοινέω
View word page
πολύ-μορφος
πολύ-μορφοςονadjμορφή of badnessmultiformArist.

ShortDef

multiform, manifold

Debugging

Headword:
πολύμορφος
Headword (normalized):
πολύμορφος
Headword (normalized/stripped):
πολυμορφος
IDX:
33411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33412
Key:
πολύμορφος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-μορφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of badness</Indic><Tr>multiform</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύμορφος'}