Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
πολυμνήστη
πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
Πολύμνια
πολύμορφος
πολύμοχθος
πολύμῡθος
πολύνᾱος
πολυναύτᾱς
πολυνεικής
πολυνεφέλᾱς
πολυνιφής
πολύνοια
View word page
πολυ-μνήστωρ
πολυ-μνήστωροροςmasc.fem.adj of a godlong rememberingmindfulof sthg.A.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυμνήστωρ
Headword (normalized):
πολυμνήστωρ
Headword (normalized/stripped):
πολυμνηστωρ
IDX:
33409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33410
Key:
πολυμνήστωρ

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-μνήστωρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-μνήστωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a god</Indic><Def>long remembering</Def><Tr>mindful<Expl>of sthg.</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυμνήστωρ'}