Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
πολυμνήστη
πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
Πολύμνια
πολύμορφος
πολύμοχθος
πολύμῡθος
πολύνᾱος
πολυναύτᾱς
πολυνεικής
πολυνεφέλᾱς
View word page
πολυ-μνήστη
πολυ-μνήστηηςfem.adjμνηστός of a womanwooed by many suitorsOd.

ShortDef

much courted

Debugging

Headword:
πολυμνήστη
Headword (normalized):
πολυμνήστη
Headword (normalized/stripped):
πολυμνηστη
IDX:
33407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33408
Key:
πολυμνήστη

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-μνήστη</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-μνήστη</HL><Infl>ης</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>μνηστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>wooed by many suitors</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυμνήστη'}