Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
πολυμνήστη
πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
Πολύμνια
πολύμορφος
πολύμοχθος
πολύμῡθος
πολύνᾱος
View word page
πολύ-μιτος
πολύ-μιτοςονadjμίτος of garmentshaving many warp-threadsclose-wovenA.

ShortDef

consisting of many threads

Debugging

Headword:
πολύμιτος
Headword (normalized):
πολύμιτος
Headword (normalized/stripped):
πολυμιτος
IDX:
33404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33405
Key:
πολύμιτος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-μιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-μιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μίτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of garments</Indic><Def>having many warp-threads</Def><Tr>close-woven</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύμιτος'}