Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
πολυμνήστη
πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
Πολύμνια
πολύμορφος
πολύμοχθος
View word page
πολυμηχανίη
πολυμηχανίηηςIon.fπολυμήχανος inventiveness, resourcefulnessOd.

ShortDef

manifold cunning

Debugging

Headword:
πολυμηχανίη
Headword (normalized):
πολυμηχανίη
Headword (normalized/stripped):
πολυμηχανιη
IDX:
33402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33403
Key:
πολυμηχανίη

Data

{'headword_display': '<b>πολυμηχανίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυμηχανίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>πολυμήχανος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>inventiveness, resourcefulness</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυμηχανίη'}