Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
πολυμνήστη
πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
Πολύμνια
View word page
πολύ-μηλος
πολύ-μηλοςονadjμῆλα of a personrich in flocksIl. Hes.of a placeIl. Hes.fr. hHom. Pi. E.

ShortDef

Polymelus
with many sheep

Debugging

Headword:
πολύμηλος
Headword (normalized):
πολύμηλος
Headword (normalized/stripped):
πολυμηλος
IDX:
33400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33401
Key:
πολύμηλος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-μηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-μηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μῆλα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>rich in flocks</Tr><Au>Il. Hes.</Au><aS2><Indic>of a place</Indic><Au>Il. Hes.<Wk>fr.</Wk> hHom. Pi. E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολύμηλος'}