Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
πολυμνήστη
πολύμνηστος
πολυμνήστωρ
View word page
πολυ-μηκάς
πολυ-μηκάςάδοςmasc.fem.adj of goatsbleatingHdt.oracle

ShortDef

much bleating

Debugging

Headword:
πολυμηκάς
Headword (normalized):
πολυμηκάς
Headword (normalized/stripped):
πολυμηκας
IDX:
33399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33400
Key:
πολυμηκάς

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-μηκάς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-μηκάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of goats</Indic><Tr>bleating</Tr><Au>Hdt.<LblR>oracle</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυμηκάς'}