Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύλᾱις
πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
πολυμνήστη
πολύμνηστος
View word page
πολύ-μετρος
πολύ-μετροςονadjμέτρον of a harvestgiving large measureplenteous, abundantAr.quot.E.

ShortDef

of many measures

Debugging

Headword:
πολύμετρος
Headword (normalized):
πολύμετρος
Headword (normalized/stripped):
πολυμετρος
IDX:
33398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33399
Key:
πολύμετρος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-μετρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-μετρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέτρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a harvest</Indic><Def>giving large measure</Def><Tr>plenteous, abundant</Tr><Au>Ar.<LblR>quot.<Au>E.</Au></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύμετρος'}