Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκώτιλος
πολύλᾱις
πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
πολυμνήστη
View word page
πολυ-μερής
πολυ-μερήςέςadjμέρος of an actionwith many partsmultipartiteArist.see alsoπολυμελής

ShortDef

consisting of many parts, manifold, of divers kinds

Debugging

Headword:
πολυμερής
Headword (normalized):
πολυμερής
Headword (normalized/stripped):
πολυμερης
IDX:
33397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33398
Key:
πολυμερής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-μερής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-μερής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an action</Indic><Def>with many parts</Def><Tr>multipartite</Tr><Au>Arist.</Au><XR>see also<Ref>πολυμελής</Ref></XR></aS1></AE>', 'key': 'πολυμερής'}