Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολύλᾱις
πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
Πολυμνήστεια
View word page
πολυ-μελής
πολυ-μελήςέςadjμέλος of hubriswith many limbsmany-facetedPl.dub., v.l. πολυμερής πολυμμελήςέςdial.adj of a Musefull of melodiesAlcm.

ShortDef

with many members

Debugging

Headword:
πολυμελής
Headword (normalized):
πολυμελής
Headword (normalized/stripped):
πολυμελης
IDX:
33396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33397
Key:
πολυμελής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-μελής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-μελής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hubris</Indic><Def>with many limbs</Def><Tr>many-faceted</Tr><Au>Pl.<LblR>dub., v.l. <Gr>πολυμερής</Gr></LblR></Au></aS1> <RelW><HG><HL>πολυμμελής</HL><Infl>ές</Infl><PS>dial.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a Muse</Indic><Tr>full of melodies</Tr><Au>Alcm.</Au></aS1></RelW></AE>', 'key': 'πολυμελής'}