Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκώκῡτος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολύλᾱις
πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολύμιτος
πολυμμελής
View word page
πολυμαθίᾱ
πολυμαθίᾱᾱς
Ion.πολυμαθίηης
f
knowledge of many thingsmuch learningHeraclit. Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυμαθίᾱ
Headword (normalized):
πολυμαθίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυμαθια
IDX:
33395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33396
Key:
πολυμαθίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυμαθίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυμαθίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>πολυμαθίη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>knowledge of many things</Def><Tr>much learning</Tr><Au>Heraclit. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυμαθίᾱ'}