Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκτόνος
πολυκῡ́μων
πολυκώκῡτος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολύλᾱις
πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
πολυμηκάς
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
View word page
πολύ-λογος
πολύ-λογοςονadjλόγος of personsof many wordstalkative, loquacious, verbosePl. X.

ShortDef

much-talking, talkative, loquacious

Debugging

Headword:
πολύλογος
Headword (normalized):
πολύλογος
Headword (normalized/stripped):
πολυλογος
IDX:
33393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33394
Key:
πολύλογος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-λογος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-λογος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Def>of many words</Def><Tr>talkative, loquacious, verbose</Tr><Au>Pl. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύλογος'}