Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύκριμνος
πολύκροτος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκῡ́μων
πολυκώκῡτος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολύλᾱις
πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
πολύμετρος
View word page
πολύ-λᾱις
πολύ-λᾱιςιδοςdial.fem.adjληίς of Athenagenerously giving bootyAlc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύλᾱις
Headword (normalized):
πολύλᾱις
Headword (normalized/stripped):
πολυλαις
IDX:
33388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33389
Key:
πολύλᾱις

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-λᾱις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-λᾱις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>dial.fem.adj</PS><Ety><Ref>ληίς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Athena</Indic><Tr>generously giving booty</Tr><Au>Alc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύλᾱις'}