Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύκρῑθος
πολύκριμνος
πολύκροτος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκῡ́μων
πολυκώκῡτος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολύλᾱις
πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
πολυμερής
View word page
πολυ-κώτιλος
πολυ-κώτιλοςονadjκωτίλος of nightingaleswarblingSimon.

ShortDef

much-warbling

Debugging

Headword:
πολυκώτιλος
Headword (normalized):
πολυκώτιλος
Headword (normalized/stripped):
πολυκωτιλος
IDX:
33387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33388
Key:
πολυκώτιλος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-κώτιλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-κώτιλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κωτίλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of nightingales</Indic><Tr>warbling</Tr><Au>Simon.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυκώτιλος'}