Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύκρημνος
πολύκρῑθος
πολύκριμνος
πολύκροτος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκῡ́μων
πολυκώκῡτος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολύλᾱις
πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
πολύλογος
πολυμαθής
πολυμαθίᾱ
πολυμελής
View word page
πολύ-κωπος
πολύ-κωποςονadjκώπη of a shipmany-oaredS. E.

ShortDef

many-oared

Debugging

Headword:
πολύκωπος
Headword (normalized):
πολύκωπος
Headword (normalized/stripped):
πολυκωπος
IDX:
33386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33387
Key:
πολύκωπος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κωπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κωπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κώπη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>many-oared</Tr><Au>S. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκωπος'}