Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκόλυμβος
πολύκρᾱνος
πολυκρατής
Πολυκράτης
πολύκρημνος
πολύκρῑθος
πολύκριμνος
πολύκροτος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκῡ́μων
πολυκώκῡτος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολύλᾱις
πολυλήιος
πολύλλιστος
πολύλλιτος
πολυλογίᾱ
View word page
πολύ-κτητος
πολύ-κτητοςονadjκτητός of a housepossessing many thingswealthyE.

ShortDef

of large possessions, wealthy

Debugging

Headword:
πολύκτητος
Headword (normalized):
πολύκτητος
Headword (normalized/stripped):
πολυκτητος
IDX:
33382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33383
Key:
πολύκτητος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a house</Indic><Def>possessing many things</Def><Tr>wealthy</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκτητος'}