Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύκνημος
πολύκνῑσος
πολύκοινος
πολυκοιρανίη
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρᾱνος
πολυκρατής
Πολυκράτης
πολύκρημνος
πολύκρῑθος
πολύκριμνος
πολύκροτος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκῡ́μων
πολυκώκῡτος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
View word page
πολύ-κρῑθος
πολύ-κρῑθοςονadjκρῑθαί of a landrich in barleyB.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύκρῑθος
Headword (normalized):
πολύκρῑθος
Headword (normalized/stripped):
πολυκριθος
IDX:
33377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33378
Key:
πολύκρῑθος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κρῑθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κρῑθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρῑθαί</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a land</Indic><Tr>rich in barley</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκρῑθος'}