Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνῑσος
πολύκοινος
πολυκοιρανίη
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρᾱνος
πολυκρατής
Πολυκράτης
πολύκρημνος
πολύκρῑθος
πολύκριμνος
πολύκροτος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
πολυκῡ́μων
πολυκώκῡτος
πολύκωπος
View word page
πολύ-κρημνος
πολύ-κρημνοςονadjκρημνός of a landwith many cliffscraggyB.

ShortDef

with many steeps

Debugging

Headword:
πολύκρημνος
Headword (normalized):
πολύκρημνος
Headword (normalized/stripped):
πολυκρημνος
IDX:
33376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33377
Key:
πολύκρημνος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κρημνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κρημνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρημνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a land</Indic><Def>with many cliffs</Def><Tr>craggy</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκρημνος'}