Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνῑσος
πολύκοινος
πολυκοιρανίη
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρᾱνος
πολυκρατής
Πολυκράτης
πολύκρημνος
πολύκρῑθος
πολύκριμνος
πολύκροτος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
πολυκτόνος
View word page
πολύ-κρᾱνος
πολύ-κρᾱνοςονadjκρᾱνίον1 of a serpentmany-headedE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύκρᾱνος
Headword (normalized):
πολύκρᾱνος
Headword (normalized/stripped):
πολυκρανος
IDX:
33373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33374
Key:
πολύκρᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κρᾱνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κρᾱνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρᾱνίον<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a serpent</Indic><Tr>many-headed</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκρᾱνος'}