Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνῑσος
πολύκοινος
πολυκοιρανίη
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρᾱνος
πολυκρατής
Πολυκράτης
πολύκρημνος
πολύκρῑθος
πολύκριμνος
πολύκροτος
πολυκτέανος
πολυκτήμων
πολύκτητος
View word page
πολυ-κόλυμβος
πολυ-κόλυμβοςονadjκολυμβάω accompanied by much divingtransf.epith., of the music of frogsbusily divingAr.

ShortDef

oft-diving

Debugging

Headword:
πολυκόλυμβος
Headword (normalized):
πολυκόλυμβος
Headword (normalized/stripped):
πολυκολυμβος
IDX:
33372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33373
Key:
πολυκόλυμβος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-κόλυμβος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-κόλυμβος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κολυμβάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>accompanied by much diving</Def><aS2><Indic>transf.epith., of the music of frogs</Indic><Tr>busily diving</Tr><Au>Ar.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολυκόλυμβος'}