Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνῑσος
πολύκοινος
πολυκοιρανίη
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρᾱνος
πολυκρατής
Πολυκράτης
πολύκρημνος
πολύκρῑθος
View word page
πολύ-κνημος
πολύ-κνημοςονadjκνημός of a placewith many mountain spursmany-spurred, mountainousIl.

ShortDef

with many mountain-spurs, mountainous

Debugging

Headword:
πολύκνημος
Headword (normalized):
πολύκνημος
Headword (normalized/stripped):
πολυκνημος
IDX:
33367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33368
Key:
πολύκνημος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κνημος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κνημος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κνημός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a place</Indic><Def>with many mountain spurs</Def><Tr>many-spurred, mountainous</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκνημος'}