Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνῑσος
πολύκοινος
πολυκοιρανίη
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρᾱνος
πολυκρατής
Πολυκράτης
View word page
πολύ-κλυστος
πολύ-κλυστοςονadjκλύζω of the seasurgingOd.of an island, cliffsbuffeted by many wavessea-washedHes. AR.

ShortDef

much-dashing

Debugging

Headword:
πολύκλυστος
Headword (normalized):
πολύκλυστος
Headword (normalized/stripped):
πολυκλυστος
IDX:
33365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33366
Key:
πολύκλυστος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κλυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κλυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κλύζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the sea</Indic><Tr>surging</Tr><Au>Od.</Au></aS1><aS1><Indic>of an island, cliffs</Indic><Def>buffeted by many waves</Def><Tr>sea-washed</Tr><Au>Hes. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκλυστος'}