Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνῑσος
πολύκοινος
πολυκοιρανίη
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
πολύκρᾱνος
View word page
πολύ-κληρος
πολύ-κληροςονadjκλῆρος of a personowning a large portion of landpropertied, wealthyOd. Theoc.

ShortDef

of a large lot, with a large portion

Debugging

Headword:
πολύκληρος
Headword (normalized):
πολύκληρος
Headword (normalized/stripped):
πολυκληρος
IDX:
33363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33364
Key:
πολύκληρος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κληρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κληρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κλῆρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>owning a large portion of land</Def><Tr>propertied, wealthy</Tr><Au>Od. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκληρος'}