Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνῑσος
πολύκοινος
πολυκοιρανίη
πολυκοίρανος
πολυκόλυμβος
View word page
πολυ-κλήῑς
πολυ-κλήῑςῑδοςIon.fem.adjκλείς of shipswith many thole-pinsmany-oaredHom. Hes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυκλήῑς
Headword (normalized):
πολυκλήῑς
Headword (normalized/stripped):
πολυκληις
IDX:
33362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33363
Key:
πολυκλήῑς

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-κλήῑς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-κλήῑς</HL><Infl>ῑδος</Infl><PS>Ion.fem.adj</PS><Ety><Ref>κλείς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships</Indic><Def>with many thole-pins</Def><Tr>many-oared</Tr><Au>Hom. Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυκλήῑς'}