Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνῑσος
View word page
πολυ-κήτης
πολυ-κήτηςεςadjκῆτος of the Nileabounding in big fishTheoc.

ShortDef

full of monsters

Debugging

Headword:
πολυκήτης
Headword (normalized):
πολυκήτης
Headword (normalized/stripped):
πολυκητης
IDX:
33358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33359
Key:
πολυκήτης

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-κήτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-κήτης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κῆτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Nile</Indic><Tr>abounding in big fish</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυκήτης'}