Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκαισαρίη
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
View word page
πολυ-κήδης
πολυ-κήδηςεςadjκῆδος of a journeycare-laden, troubledOd.of a personanguishedAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυκήδης
Headword (normalized):
πολυκήδης
Headword (normalized/stripped):
πολυκηδης
IDX:
33357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33358
Key:
πολυκήδης

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-κήδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-κήδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κῆδος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a journey</Indic><Tr>care-laden, troubled</Tr><Au>Od.</Au><aS2><Indic>of a person</Indic><Tr>anguished</Tr><Au>AR.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολυκήδης'}