Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυκαγκής
πολυκαισαρίη
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
View word page
πολυ-κέφαλος
πολυ-κέφαλοςονadjκεφαλή of a beastmany-headedPl.fig., of a person using intricate argumentsPl.

ShortDef

many-headed

Debugging

Headword:
πολυκέφαλος
Headword (normalized):
πολυκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυκεφαλος
IDX:
33356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33357
Key:
πολυκέφαλος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-κέφαλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-κέφαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κεφαλή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a beast</Indic><Tr>many-headed</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>fig., of a person using intricate arguments</Indic><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολυκέφαλος'}