Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυίχθυος
πολυκαγκής
πολυκαισαρίη
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
πολύκλυστος
View word page
πολύ-κεστος
πολύ-κεστοςονadjκεστός of a helmet strapwith much stitchingwell-maderichly decoratedIl.

ShortDef

well-stitched

Debugging

Headword:
πολύκεστος
Headword (normalized):
πολύκεστος
Headword (normalized/stripped):
πολυκεστος
IDX:
33355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33356
Key:
πολύκεστος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κεστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κεστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κεστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a helmet strap</Indic><Def>with much stitching</Def><Tr>well-made<or/>richly decorated</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκεστος'}