Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύιππος
πολυίχθυος
πολυκαγκής
πολυκαισαρίη
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
πολύκληρος
πολύκλητος
View word page
πολύ-κερως
πολύ-κερωςωνgen.ωadjκέρας of slaughterof many horned cattleS.

ShortDef

many-horned

Debugging

Headword:
πολύκερως
Headword (normalized):
πολύκερως
Headword (normalized/stripped):
πολυκερως
IDX:
33354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33355
Key:
πολύκερως

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-κερως</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-κερως</HL><Infl>ων</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ω</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κέρας</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of slaughter</Indic><Tr>of many horned cattle</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύκερως'}