Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυϊδρίδᾱς
πολύιδρις
πολύιππος
πολυίχθυος
πολυκαγκής
πολυκαισαρίη
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολυκλήῑς
View word page
πολυκερδείη
πολυκερδείηηςep.Ion.fπολυκερδής pl.great cunningastutenesssts. w.gen.of mindOd.

ShortDef

great craft

Debugging

Headword:
πολυκερδείη
Headword (normalized):
πολυκερδείη
Headword (normalized/stripped):
πολυκερδειη
IDX:
33352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33353
Key:
πολυκερδείη

Data

{'headword_display': '<b>πολυκερδείη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυκερδείη</HL><Infl>ης</Infl><PS>ep.Ion.f</PS><Ety><Ref>πολυκερδής</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pl.</Indic><Tr>great cunning<or/>astuteness<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>of mind</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυκερδείη'}