Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύθυτος
πολυϊδρείη
πολυϊδρίδᾱς
πολύιδρις
πολύιππος
πολυίχθυος
πολυκαγκής
πολυκαισαρίη
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
πολύκλαυτος
πολύκλειτος
View word page
πολυκαρπίᾱ
πολυκαρπίᾱᾱςfπολύκαρπος abundance of fruitplentiful crops, good harvestX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυκαρπίᾱ
Headword (normalized):
πολυκαρπίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυκαρπια
IDX:
33350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33351
Key:
πολυκαρπίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυκαρπίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυκαρπίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πολύκαρπος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>abundance of fruit</Def><Tr>plentiful crops, good harvest</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυκαρπίᾱ'}