Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυθρῡ́λητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρείη
πολυϊδρίδᾱς
πολύιδρις
πολύιππος
πολυίχθυος
πολυκαγκής
πολυκαισαρίη
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδης
πολυκήτης
View word page
πολυ-κανής
πολυ-κανήςέςadjκαίνω of sacrificesprodigal in slaughterw.gen.of cattleA.

ShortDef

much-slaughtering

Debugging

Headword:
πολυκανής
Headword (normalized):
πολυκανής
Headword (normalized/stripped):
πολυκανης
IDX:
33348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33349
Key:
πολυκανής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-κανής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-κανής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sacrifices</Indic><Tr>prodigal in slaughter<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of cattle</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυκανής'}