Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυθρέμμων
πολύθρηνος
πολύθριγκος
πολύθροος
πολυθρῡ́λητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρείη
πολυϊδρίδᾱς
πολύιδρις
πολύιππος
πολυίχθυος
πολυκαγκής
πολυκαισαρίη
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
View word page
πολύ-ιππος
πολύ-ιπποςονadjἵππος of a personrich in horsesIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύιππος
Headword (normalized):
πολύιππος
Headword (normalized/stripped):
πολυιππος
IDX:
33344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33345
Key:
πολύιππος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-ιππος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-ιππος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἵππος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>rich in horses</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύιππος'}