Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύθερμος
πολύθεστος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολύθρηνος
πολύθριγκος
πολύθροος
πολυθρῡ́λητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρείη
πολυϊδρίδᾱς
πολύιδρις
πολύιππος
πολυίχθυος
πολυκαγκής
πολυκαισαρίη
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκαρπίᾱ
πολύκαρπος
View word page
πολυϊδρείη
πολυϊδρείηalsoπολυϊδρῑ́ηηςIon.fπολύιδρις pl.great clevernessThgn.shrewdnessw.gen.of mindOd.much knowledgeCall.

ShortDef

much knowledge, shrewdness

Debugging

Headword:
πολυϊδρείη
Headword (normalized):
πολυϊδρείη
Headword (normalized/stripped):
πολυιδρειη
IDX:
33341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33342
Key:
πολυϊδρείη

Data

{'headword_display': '<b>πολυϊδρείη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυϊδρείη</HL><VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>πολυϊδρῑ́η</FmHL></VL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>πολύιδρις</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pl.</Indic><Tr>great cleverness</Tr><Au>Thgn.</Au><nS2><Tr>shrewdness<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of mind</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS2></nS1><nS1><Tr>much knowledge</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυϊδρείη'}