Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθεστος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολύθρηνος
πολύθριγκος
πολύθροος
πολυθρῡ́λητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρείη
πολυϊδρίδᾱς
πολύιδρις
πολύιππος
πολυίχθυος
πολυκαγκής
View word page
πολύ-θριγκος
πολύ-θριγκοςονadjθριγκός of chamberswith many cornicesLyr.adesp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύθριγκος
Headword (normalized):
πολύθριγκος
Headword (normalized/stripped):
πολυθριγκος
IDX:
33336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33337
Key:
πολύθριγκος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-θριγκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-θριγκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θριγκός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of chambers</Indic><Tr>with many cornices</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύθριγκος'}