Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθεστος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολύθρηνος
πολύθριγκος
πολύθροος
πολυθρῡ́λητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρείη
πολυϊδρίδᾱς
πολύιδρις
πολύιππος
View word page
πολυ-θρέμμων
πολυ-θρέμμωνονgen.ονοςadjτρέφω of the Nilethat nourishes manynurturingA.

ShortDef

feeding many

Debugging

Headword:
πολυθρέμμων
Headword (normalized):
πολυθρέμμων
Headword (normalized/stripped):
πολυθρεμμων
IDX:
33334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33335
Key:
πολυθρέμμων

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-θρέμμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-θρέμμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Nile</Indic><Def>that nourishes many</Def><Tr>nurturing</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυθρέμμων'}