Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθεστος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολύθρηνος
πολύθριγκος
πολύθροος
πολυθρῡ́λητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρείη
πολυϊδρίδᾱς
πολύιδρις
View word page
πολύ-θηρος
πολύ-θηροςονadjθήρ of a gladehaunted by wild beastsE.epith. of Diktynnagoddess of wild beastsE.

ShortDef

abounding in wild beasts

Debugging

Headword:
πολύθηρος
Headword (normalized):
πολύθηρος
Headword (normalized/stripped):
πολυθηρος
IDX:
33333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33334
Key:
πολύθηρος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-θηρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-θηρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θήρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a glade</Indic><Tr>haunted by wild beasts</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>epith. of Diktynna</Indic><Tr>goddess of wild beasts</Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολύθηρος'}