Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθεστος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολύθρηνος
πολύθριγκος
πολύθροος
πολυθρῡ́λητος
πολύθυρος
πολύθυτος
πολυϊδρείη
View word page
πολύ-θερμος
πολύ-θερμοςονadjθερμός of a person's natural body temperaturevery warmPlu.

ShortDef

very warm

Debugging

Headword:
πολύθερμος
Headword (normalized):
πολύθερμος
Headword (normalized/stripped):
πολυθερμος
IDX:
33331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33332
Key:
πολύθερμος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-θερμος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>πολύ-θερμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θερμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's natural body temperature</Indic><Tr>very warm</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'πολύθερμος'}