Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθεστος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολύθρηνος
πολύθριγκος
πολύθροος
πολυθρῡ́λητος
πολύθυρος
View word page
πολυ-θεᾱ́μων
πολυ-θεᾱ́μωνονgen.ονοςadjθεᾱ́ομαι of a personvery observantw.gen.of sthg.Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυθεᾱ́μων
Headword (normalized):
πολυθεᾱ́μων
Headword (normalized/stripped):
πολυθεαμων
IDX:
33329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33330
Key:
πολυθεᾱ́μων

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-θεᾱ́μων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-θεᾱ́μων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θεᾱ́ομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>very observant<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυθεᾱ́μων'}