Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθεστος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
πολύθρηνος
View word page
πολυ-ήμερος
πολυ-ήμεροςονadjἡμέρᾱ of a journey, a feastlasting many daysPlu.

ShortDef

of many days

Debugging

Headword:
πολυήμερος
Headword (normalized):
πολυήμερος
Headword (normalized/stripped):
πολυημερος
IDX:
33325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33326
Key:
πολυήμερος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-ήμερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-ήμερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἡμέρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a journey, a feast</Indic><Tr>lasting many days</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυήμερος'}