Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθεστος
πολύθηρος
πολυθρέμμων
View word page
πολυ-ήκοος
πολυ-ήκοοςονadjἀκούω of pupilsconstantly listeningto things read aloudPl.

ShortDef

having heard much, much-learned

Debugging

Headword:
πολυήκοος
Headword (normalized):
πολυήκοος
Headword (normalized/stripped):
πολυηκοος
IDX:
33324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33325
Key:
πολυήκοος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-ήκοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-ήκοος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀκούω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of pupils</Indic><Tr>constantly listening<Expl>to things read aloud</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυήκοος'}