Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθεστος
πολύθηρος
View word page
πολυ-ηγερής
πολυ-ηγερήςέςep.adjἀγείρω of allied troopsgathered from many placesIl.

ShortDef

numerously assembled (read by Aristarchus at Il. 11.564)

Debugging

Headword:
πολυηγερής
Headword (normalized):
πολυηγερής
Headword (normalized/stripped):
πολυηγερης
IDX:
33323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33324
Key:
πολυηγερής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-ηγερής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-ηγερής</HL><Infl>ές</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>ἀγείρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of allied troops</Indic><Tr>gathered from many places</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυηγερής'}