Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
πολύθερμος
πολύθεστος
View word page
πολύ-ζυγος
πολύ-ζυγοςονadjζυγόν of a shipwith many rowing-benchesIl.of a ship's hullHippon.

ShortDef

many-benched

Debugging

Headword:
πολύζυγος
Headword (normalized):
πολύζυγος
Headword (normalized/stripped):
πολυζυγος
IDX:
33322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33323
Key:
πολύζυγος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-ζυγος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>πολύ-ζυγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζυγόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>with many rowing-benches</Tr><Au>Il.</Au><aS2><Indic>of a ship's hull</Indic><Au>Hippon.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'πολύζυγος'}