Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
πολύθεος
View word page
πολύ-ζηλος
πολύ-ζηλοςονadjζῆλος of a person, a lifemuch enviedB. S.

ShortDef

full of jealousy and rivalry

Debugging

Headword:
πολύζηλος
Headword (normalized):
πολύζηλος
Headword (normalized/stripped):
πολυζηλος
IDX:
33320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33321
Key:
πολύζηλος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-ζηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-ζηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζῆλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person, a life</Indic><Tr>much envied</Tr><Au>B. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύζηλος'}