Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυθεᾱ́μων
View word page
πολυ-εύχετος
πολυ-εύχετοςονadjεὔχομαι of a childmuch prayed forbeing the answer to many prayershHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυεύχετος
Headword (normalized):
πολυεύχετος
Headword (normalized/stripped):
πολυευχετος
IDX:
33319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33320
Key:
πολυεύχετος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-εύχετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-εύχετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εὔχομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a child</Indic><Def>much prayed for</Def><Tr>being the answer to many prayers</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυεύχετος'}