Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυηχής
View word page
πολυ-ετής
πολυ-ετήςέςadjἔτος quasi-advbl., of a person returningafter many yearsE.

ShortDef

of many years, full of years

Debugging

Headword:
πολυετής
Headword (normalized):
πολυετής
Headword (normalized/stripped):
πολυετης
IDX:
33317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33318
Key:
πολυετής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-ετής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-ετής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of a person returning</Indic><Tr>after many years</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυετής'}