Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυδωρίᾱ
πολύδωρος
πολύεδρος
πολυειδής
πολυειδίᾱ
πολυέλαιος
πολυέλικτος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυετής
πολύευκτος
πολυεύχετος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήκοος
πολυήμερος
πολυήρατος
View word page
πολύ-εργος
πολύ-εργοςονadjἔργον of labourerswith many tasksbusyTheoc.

ShortDef

much-working

Debugging

Headword:
πολύεργος
Headword (normalized):
πολύεργος
Headword (normalized/stripped):
πολυεργος
IDX:
33316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33317
Key:
πολύεργος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-εργος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-εργος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of labourers</Indic><Def>with many tasks</Def><Tr>busy</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύεργος'}